κοντραπούντο

κοντραπούντο
το
μουσ. η τέχνη τού να συνδυάζονται αρμονικά σε ταυτόχρονο άκουσμα μελωδικές γραμμές, διαφορετικές μεταξύ τους, μέσα σε μια μουσική σύνθεση, τέχνη που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα τής δυτικής μουσικής, αλλ. αντίστιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrappunto].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… …   Wikipedia

  • Άιχεντορφ, Γιόζεφ φον- — (Joseph Freiherr von Eichendorff,Λούμποβιτς, Άνω Σιλεσία, 1788 – Νάισε, Άνω Σιλεσία, 1857). Γερμανός ποιητής και πεζογράφος. Ο Ά. ωρίμασε μέσα στο κλίμα του όψιμου ρομαντισμού. Τη ρομαντική εμπειρία –από την οποία πήγασε το νεανικό του… …   Dictionary of Greek

  • Μπουζόνι, Φερούτσιο — (Feruccio Busoni, Έμπολι 1866 – Βερολίνο 1924). Ιταλός πιανίστας και συνθέτης. Υπήρξε ίσως ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες, η τέχνη του οποίου επέδρασε ευεργετικά τόσο στην πιανιστική ερμηνεία, όσο και στη διεύρυνση και βελτίωση των… …   Dictionary of Greek

  • Πατσίνι — (Pacini). Επώνυμο 2 Ιταλών συνθετών. 1. Αντώνιος Γαετάνος (1778 – 1866). Απόφοιτος του ωδείου της Νεάπολης, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου δίδαξε φωνητική μουσική. Είναι συνθέτης μελοδράματος με τον τίτλο Ισαβέλα και Γερτρούδη (1805) και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”